- φαινοπροσωπώ
- -έω, Α1. δείχνω δημόσια το πρόσωπό μου2. (κατ' επέκτ.) παρουσιάζομαι θαρραλέα μπροστά στον λαό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + -προσωπῶ (< -πρόσωπος < πρόσωπον), πρβλ. σεμνο-προσωπῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.